Τι ειν’ η πατρίδα;
Μην είναι οι κάμποι;
Μην είναι τα ψηλά βουνά;
Μην είναι η χαμένη μου αγάπη;
Μην είναι ο ήλιος που ‘χει πάψει να χαμογελά;
Πατρίδα μου είναι οι παλιές μου μνήμες που πάω να τις ξεχάσω.
Είναι τα χείλη μου που σφυρίζουν ένα γνωστό τραγούδι που δεν μπορώ να θυμηθώ.
Είναι οι μυρωδιές του φαγητού της μάνας μου που λαχταράω.
Είναι η αγκαλιά που αναζητώ μέσα να χωθώ στις μαύρες μου
Πατρίδα μου είναι εκεί απ’ όπου έρχομαι.
Εκεί που θέλω να γυρίσω, πίσω εκεί.
Να παίζω με τις μπίλιες στις λακούβες στο χωμάτινο δρόμο κοντά στο σπίτι μου.
Η φωνή της μάνας μου που με φωνάζει να μπω μέσα.
Ο πατέρας που ήρθε κουρασμένος από την οικοδομή.
Το χωριό μου είναι πατρίδα.
Το χωριό που δεν το γνώρισα ποτέ καλά μα πάντα ήταν μέσα μου καλά κρυμμένο.
Το μνήμα του παπού και της γιαγιάς που αγαπούσα.
Κι είναι χορταριασμένο όποτε πηγαίνω να το δω.
Εκείνο το ζεμπέκικο που χόρεψα για τον παπού στο καφενείο, για ένα δεκάρικο.
Πατρίδα μου είναι η ανοιχτή πόρτα του σπιτιού στους χωριανούς.
Το τραπέζι με τη σαλάτα και το τηγάνι μες στη μέση και τις βούτες το ψωμί.
Η στρωματσάδα στο σαλόνι και ο πρωινός καφές την άλλη μέρα.
Η σφιχτή αγκαλιά και τα δυνατά γέλια.
Πόση πατρίδα να χωρέσει σε μια καρδιά δεν το γνωρίζω, ούτε νομίζω κάποιος να το ξέρει αλήθεια.
Να είναι οι θύμησες για η συνήθεια;
Είναι αυτό που έχασα ή αυτό που μίσεψα;
Είναι το χώμα ή η πεθυμιά;
Τα μάρμαρα, η θάλασσα, ή τα κακοτράχαλα βουνά;
Είναι από κει που έρχομαι και κει που θέλω να γυρίσω.