Θέλησε να πει και να δείξει έναν άλλο δρόμο. Κανείς δεν γνώριζε, κανείς δεν τον γνώριζε όπως ήταν. Έπρεπε να τον δουν. Έπρεπε να σηκωθεί όρθιος, ψηλά, να τον δουν όλοι. Ήταν ένας περιθωριακός τύπος. Άλλοι τον κατηγορούσαν για τους τρόπους του. Λίγοι τον θαύμαζαν γιατί τον είχαν γνωρίσει από κοντά και τον παρακολουθούσαν. Μέσα στην οχλαγωγία το αποφάσισε. Γνώριζε ότι θα τον λοιδορήσουν. Γνώριζε ότι θα τον εμπαίξουν. Γνώριζε ότι θα τον γιουχάρουν. Παρ’ όλα αυτά, αν τον γνώριζαν όλοι, θα άλλαζαν. Θα άλλαζε όλος ο κόσμος. Σηκώθηκε αργά. Πέταξε το άλικο πανωφόρι του. Βημάτισε στη μέση της σκηνής. Γύρω του σιώπησαν για λίγο από αμηχανία. Βλέποντάς τον αποφασισμένο να χορέψει, ξέσπασαν σ’ ένα αυθόρμητο έντονο χειροκρότημα. Η σκηνή άδειασε. Έμεινε ακίνητος, σιωπηλός, σκυφτός. Αργούσε και οι θεατές άρχισαν να διαμαρτύρονται αρχικά χαμηλόφωνα και σιγά-σιγά δυνατότερα.
Εκείνος παρέμενε σκυφτός και σιωπηλός σαν να μην άκουγε τις φωνές του πλήθους. Κάποιοι του πέταξαν αντικείμενα χτυπώντας τον στο πρόσωπο και στην πλάτη. Ανασήκωσε το βλέμμα χωρίς να ψάχνει κάτι. Κοίταξε γύρω χωρίς να ακούει τις φωνές, μόνο τα σηκωμένα χέρια που διαμαρτύρονταν έβλεπε.
Κάποιος, περιγελώντας τον, του έστησε μια ξύλινη καρέκλα εμπρός του λέγοντάς του “κάτσε να μην κουράζεσαι”, κι έβαλε τα γέλια. Ανέβηκε με μια σίγουρη δρασκελιά πάνω της λες και αυτό ήταν που περίμενε. Τώρα τον έβλεπαν καθαρά όλοι. Τα όργανα άρχισαν να παίζουν έναν αργόσυρτο βαρύ ρυθμό. Σήκωσε αργά-αργά τα μακριά του χέρια, απλωμένα στα πλάγια και τα τέντωσε σα να αγκάλιαζε τον κόσμο όλο. Άνοιξε τις παλάμες σφίγγοντας έντονα τους μύες του. Το κορμί του ολόκληρο άρχισε να πάλλει ακολουθώντας τον βαρύ ρυθμό της μουσικής. Κοίταζε αγέρωχα, αρχοντικά με ήρεμο βλέμα, μια τον κόσμο και μια ψηλά στον ουρανό σα να μιλάει με κάποιον.
Τα χέρια του τεντωμένα σαν καρφωμένα ανοιχτά. Το σώμα του σε απερίγραπτη ένταση, κάθε μυς του κορμιού του σφιγμένος. Ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο μέτωπό του και να κυλά στο πρόσωπο και στα χέρια του σε χοντρές στάλες. Έπαψαν όλες οι φωνές. Σιωπή τύλιξε το μέρος. Όλοι τον κοιτούσαν αμίλητοι στον πρωτόγνωρο εκείνο χορό. Ήταν ένας χορός μοναχικός, αρχοντικός, ξεχωριστός. Έφερνε κάτι καινούργιο, που θα ακολουθούσαν πολλοί μετά απ’ αυτόν. Έβγαζε μπροστά την ψυχή, χωρίς φόβο, με πολύ πάθος. Ένα είδος θυσίας. Ο χορός δεν κράτησε πολύ, όπως οι άλλοι. Τώρα είχε πλημμυρίσει το κορμί του από τον ιδρώτα. Είχε κουραστεί πολύ. Γύρισε άλλη μια φορά τα μάτια του στον ουρανό και αμέσως έγειρε το κεφάλι κάτω. Η μουσική κόπηκε απότομα. Πετάχτηκε τότε ένας απ’ αυτούς που δυσανασχετούσαν και με μανία του έμπηξε ένα μαχαίρι στα πλευρά, κάνοντας το αίμα να πεταχτεί ποτάμι. Πριν προφτάσει να σωριαστεί από ψηλά, σα να πέσαν οι διακόπτες από τα φώτα και σκοτείνιασε το μέρος. Ο γδούπος του κορμιού του ίσα που ακούστηκε.
Ήταν το πρώτο ζεϊμπέκικο της Ιστορίας.