Η κυοφορούσα και τροφός μητέρα είναι αποδέκτης σημαντικών δώρων από το Θεό, που της δίνονται προς όφελος του ανυπεράσπιστου παιδιού. Θεϊκά δώρα, προς όφελος του παιδιού, εκτός από τη γυναίκα – μητέρα, δίνονται και στον άνδρα – πατέρα, που, κατά φύση, αναλαμβάνει τον ρόλο του προστάτη του παιδιού, κατ’ αρχάς φροντίζοντας και προστατεύοντας την κυοφορούσα μάνα κατά τη διάρκεια της κύησης και του τοκετού, ενώ ύστερα, παρέχοντας τα αναγκαία σε μητέρα και παιδί, επιπλέον της δεδομένης προστασίας. Ουσιαστικά, η κυοφορία, η διατροφή και η προστασία των παιδιών, είναι ένα έργο από κοινού και των δύο γονιών. Δεν είναι φυσικό, ή κανονικό να λείπει κάποιος από τους δύο, σε κανένα από τα παραπάνω έργα. Όταν αυτό συμβαίνει για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση των γονιών, τότε αναλαμβάνει ο Θεός να αναπληρώσει αυτές τις ανάγκες.
Δυστυχώς, η πνευματική πτώση ενός ή και των δύο γονιών, δημιουργεί, συχνά, ένα αφύσικο περιβάλλον για το παιδί, στερώντας του τον έναν, ή και τους δύο γονείς, και βάζει τη ζωή του σε περιπέτειες, μέσω των επιπτώσεων της έλλειψης αυτής στην ανατροφή του. Είναι συχνό και πολύ γνωστό το φαινόμενο της υπερ-κτητικής μητέρας, που απομακρύνει το παιδί από τον πατέρα του, είτε ψυχολογικά, είτε φυσικά, χωρίζοντάς τον από την λειψή, πλέον, οικογένεια.
Αν η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της μητέρας ή του πατέρα είναι εν δυνάμει εξαιρετικά βλαβερή για το παιδί και πρέπει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να μη συμβαίνει ποτέ, τότε δεν βρίσκονται καθώς πρέπει χαρακτηρισμοί για μια αρρωστημένη επιθυμία κάποιων δεδηλωμένων παρά φύση ζευγαριών, δηλαδή το “δικαίωμα να αποκτήσουν και να μεγαλώσουν παιδιά“, ενώ είναι φύση αδύνατο. Αναφερόμαστε σε ζευγάρια παρά φύση σεξουαλικών σχέσεων, όπου το λεγόμενο ζευγάρι δεν αποτελείται από άρρεν και θήλυ.
Μολονότι στη σημερινή δημόσια κατευθυνόμενη συζήτηση πάνω στο θέμα, το δικαίωμα αυτό θεωρείται από λογικό έως συζητήσιμο, θα ήταν εντελώς άκυρο και, πριν 50 το πολύ χρόνια και παλαιότερα, θα θεωρούταν ανήκουστο. Κάτι τρέχει, λοιπόν. Είτε η ανθρώπινη φύση έχει μεταλλαχτεί, ή “εξελιχτεί“, κατά τους υποστηριχτές της δαρβινικής θεωρίας, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε σχέση με κάθε θεωρία εξέλιξης των ειδών, και μάλιστα, του ανθρώπου, είτε έχουν αλλάξει οι έννοιες των λέξεων, περίπου όπως στην ιστορία του Πύργου της Βαβέλ.
Είναι εξαιρετικά άβολο να προσπαθεί κάποιος να εξηγήσει αυτονόητα, μέχρι τώρα, επιστημονικά δεδομένα, όπως το ότι η γη περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και συγχρόνως γυρίζει γύρω από τον ήλιο, αλλά νομίζω πώς πρέπει να το προσπαθήσουμε, αφού σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι η γη είναι επίπεδη.
Όπως έχουμε πει νωρίτερα,
Δεν μπορεί να υπάρξει νέος άνθρωπος αν δεν προέρχεται από μία μάνα και έναν πατέρα.
Το ότι η μοναδική ερωτική σχέση που μπορεί να οδηγήσει στην γέννηση ενός ανθρώπου με φυσικό τρόπο, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Όταν, λοιπόν, κάποιος αποφασίζει, για οποιονδήποτε λόγο, να αποποιηθεί αυτόν τον τύπο της σχέσης για τον εαυτό του και να οδηγηθεί στη σύναψη μιας ερωτικής σχέσης διαφορετικού τύπου, στερεί από τον εαυτό του τη δυνατότητα να τεκνοποιήσει. Οπότε, πώς είναι δυνατόν να επικαλείται ότι χάνει κάποια δυνατότητα, λόγω κοινωνικής ανισότητας, όταν ο ίδιος έχει απεμπολήσει αυτό του το, εκ γενετής, δικαίωμα; Αυτό θυμίζει το παράπονο ενός γονιού προς το δάσκαλο του παιδιού του, για την χαμηλή βαθμολογία του, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους συμμαθητές του, αν και γνωρίζει ότι το παιδί του προτιμούσε, για όλο το σχολικό έτος, το παιχνίδι αντί για τη μελέτη. Είναι δικαίωμα η υψηλή βαθμολογία, ή στόχος για τον οποίο χρειάζεται προσπάθεια και θυσίες;
Η αξίωση μη κανονικών ζευγαριών (πολλές φορές άνω των δύο μελών), ώστε η σύζευξή τους να αναγνωρίζεται ως “γάμος” και η επιθυμία τους να υιοθετούν παιδιά να θεωρείται “δικαίωμα“, μπορεί να γίνουν κατανοητά σαν ανθρώπινη επιθυμία, και οι πιθανοί ψυχολογικοί λόγοι να έχουν γίνει αντικείμενο ερευνών από σχετικούς επιστήμονες και πνευματικούς ανθρώπους. Σε καμία περίπτωση, όμως, η αποδοχή αυτών των αξιώσεων από την υπόλοιπη κοινωνία, δεν μπορεί να είναι ούτε υποχρεωτική, ούτε αυτονόητη, με την προσχηματική και αβάσιμη επίκληση της “ισότητας των ανθρώπων” και των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων“.
Για να τεκμηριωθεί οποιαδήποτε ισότητα ή ανισότητα, χρειάζεται να γίνει σύγκριση μεταξύ ομοίων πραγμάτων. Τα δύο μέρη αυτής της σύγκρισης πρέπει να είναι ίδια. Αν, όπως αντιλαμβανόμαστε, ο στόχος είναι η γέννηση και ανατροφή παιδιών, τότε το κάθε μέρος πρέπει να είναι ένα εν δυνάμει αναπαραγωγικό ζεύγος, αποτελούμενο από ένα άρρεν και ένα θήλυ, που από τη σαρκική σεξουαλική ένωσή τους μπορεί να γεννηθεί ένας άνθρωπος. Σε μια τέτοια σύγκριση, δεν μπορεί να πάρει μέρος ένα άλλου τύπου ζευγάρι, απλά και μόνο επειδή το θέλουν. Μπορεί να το θέλουν, αλλά δεν μπορούν.
Όσο για την τεκμηρίωση ανθρωπίνου δικαιώματος στην απόκτηση και ανατροφή παιδιών, θα μπορούσε να γίνει κατανοητό στην περίπτωση που κάποιος εξωγενής παράγοντας προκάλεσε την ανικανότητα για παραγωγικότητα, στον έναν ή και τους δύο από ένα ζευγάρι, που ήταν εκ γενετής παραγωγικοί και θα μπορούσαν εν δυνάμει να τεκνοποιήσουν. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι αν προξενήθηκε βλάβη του αναπαραγωγικού συστήματος της γυναίκας ή του άνδρα από κάποιο αυτοκινητιστικό ατύχημα, ή από υπερβολική έκθεση σε βλαβερή ακτινοβολία.
Η ανθρώπινη κοινωνία οφείλει να διαφυλάξει τα δικαιώματα, πρώτα των παιδιών, που έχουν ανάγκη από φυσικούς γονείς, προικισμένους με τα χαρίσματα του Δημιουργού. Η υποδούλωση των ανθρώπων στις επιθυμίες τους, είναι μέγιστος εχθρός αυτών των ίδιων που τις έχουν, όταν αδιαφορούν αν είναι επιθυμίες κατά Θεόν, ή κατά του Θεού.