Λάθη, αμαρτίες, κατά λάθος ή από πάθος κάνουμε και θα κάνουμε εμείς οι σάρκινοι ανθρώποι.
Εκτός, λοιπόν από τούς αναμαρτήτους και τους ασφάλτους, εμείς οι λοιποί έχουμε για βοήθεια την εξομολόγηση στο πνευματικό, ώστε καθαροί και ελαφρωμένοι από τα βάρη μας να προχωρήσουμε όμορφα στη ζωή μας.
Αυτοί που δεν αξιοποιούν αυτό το προνόμιο, στοιβάζουν τις γκρίζες εμπειρίες τους χτίζοντας μια σειρά κόμπλεξ (κολλήματα κατά το ελληνικότερον) ορθώνοντας δυσπροσπέλαστα τείχη. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε κάθε μέρα στις συναναστροφές μας.
Έχουμε γεμίσει νευρωτικούς, ψυχοπαθείς και διαφόρων ειδών διεστραμμένους να κυκλοφορούν ελεύθεροι, εκτός ιδρυμάτων και χωρίς την απαραίτητη ιατρική φροντίδα. Δηλαδή, χωρίς σοβαρή ελπίδα θεραπείας, αλλά ούτε καν βελτίωσης.
Και το αστείο, ή μάλλον το τραγικό, είναι πως επειδή αυτοί είναι πολλοί, περνιούνται για υγιείς και απλά κάπως… ιδιότροποι!
Βέβαια, μπορεί να φανταστεί κανείς ότι υπάρχει και τραγικότερο;
Ε, ναι, λοιπόν! Υπάρχει.
Από αυτούς τους λίγους -δυστυχώς- ακόμα λιγότεροι είναι αυτοί που λειτουργούν τη μέθοδο της εξομολόγησης – μετάνοιας – φτου-κι-από-την-αρχή με το σωστό τρόπο, σύμφωνα με το μάνιουαλ του κατασκευαστή.
Λέει το μάνιουαλ:
“Μολόγα το στραβό σου πάτημα στον τοπικό αντιπρόσωπο και σταμάτα το κλαψούρισμα, θα σε κάνω ρισέτ το κινητό χωρίς να χάσεις ούτε μπάιτ δεδομένα σου. Είσαι στη εγγύηση, χαλάρωσε!”
«Μια χαρά! Χαλαρά!»
… λες εσύ και καλά κάνεις.
Φοβάμαι όμως πως με τα χρόνια πέρασε στην παράδοση μόνο το συμπέρασμα. Άντε με μια πρόσθεση στο τέλος:
«Έχει ο Θεός! »
Χάθηκε, δηλαδή, η σκοπιμότητα της χαλαρότητας. Σαλονικιός, δηλαδή, που σε λέει χαλαρά χωρίς να σε λέει γιατί.
Πέρασες, δηλαδή, πρώτα από το κλαψούρισμα για να πας στην εξ-ομολογία του στραβού σου πατήματος; Τότε να σε χτυπήσω στη πλάτη να σε πω,
«φτάνει τώρα, χαλάρωσε, θα σε καθαρίσω, θα σε κάνω καινούργιο».
Φτιάξαμε ένα φάρμακο για όλες τις αρρώστιες. Ο Θεός είναι μεγάλος, συγχωράει και το μεγαλύτερο σφάλμα. Αλλά υποτίθεται ότι του το ζητάς, όχι μαγικά κι απ’ τον καναπέ σου, να το παίζεις υπεράνω Θεών, ή και καλά αναμάρτητος ή αθώος, μη έχοντας καμία σχέση κι επαφή μαζί του. Να λες μοναχά:
«Χαλαρά, φιλαράκι!»